- ὑπερουράνιος
- ὑπερουράνιοςabove the heavensmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερουράνιος — α, ο / ὑπερουράνιος, ον, ΝΜΑ [οὐράνιος] (κυρίως ως προσωνυμία τού Θεού) αυτός που βρίσκεται πάνω από τον ουρανό νεοελλ. φρ. «υπερουράνια στοιχεία» φυσ. χημ. συνοπτική ονομασία τών τεχνητών ραδιενεργών χημικών στοιχείων τα οποία στον πίνακα τού… … Dictionary of Greek
υπερουράνιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά από τον ουρανό: Ο υπερουράνιος Θεός. 2. (χημ.), αυτός που έχει ατομικό αριθμό μεγαλύτερο από του ουρανίου (92): Υπερουράνια στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερουρανίως — ὑπερουράνιος above the heavens adverbial ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουράνιον — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem acc sg ὑπερουράνιος above the heavens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουρανίοις — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουρανίου — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουρανίους — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουρανίων — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουρανίῳ — ὑπερουράνιος above the heavens masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουράνια — ὑπερουράνιος above the heavens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)